-
1 μουσική
A any art over which the Muses presided, esp. poetry sung to music, Pi.O.1.15, Hdt.6.129;μουσικῆς ἀγών Th.3.104
, cf. IG12.84.16, etc.;ποίησις ἡ κατὰ μουσικήν Pl.Smp. 196e
, cf. 205c; τίς ἡ τέχνη, ἧς τὸ κιθαρίζειν καὶ τὸ ᾄδειν καὶ τὸ ἐμβαίνειν ὀρθῶς; Answ.μουσικήν μοι δοκεῖς λέγειν Id.Alc.1.108d
.2 = ἀγὼν μουσικῆς, IG 12(9).189.8 (Eretria, iv B. C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μουσική
-
2 παιδεύω
παιδ-εύω, [tense] fut. - σω: [tense] aor. ἐπαίδευσα: [tense] pf. πεπαίδευκα:—[voice] Med., [tense] fut.Aπαιδεύσομαι E.Fr. 1068
: [tense] aor.ἐπαιδευσάμην Pl.R. 546b
:—[voice] Pass., [tense] fut. παιδευθήσομαι ib. 376c; παιδεύσομαι (in pass. sense) Id.Cri. 54a: [tense] aor.ἐπαιδεύθην S.OC 562
, Pl. Mx. 236a, etc.: [tense] pf.πεπαίδευμαι X.Cyr.5.2.17
, Pl.Lg. 920a, etc.: ([etym.] παῖς):— bring up or rear a child,λευκὸν αὐτὴν.. ἐπαίδευσεν γάλα S.Fr. 648
:—[voice] Pass.,ἐπαιδεύθην ξένος Id.OC 562
; : but mostly,II opp. τρέφω or ἐκτρέφω (Pl.Cri. 54a, al.), train and teach, educate, παῖδας, etc., S.Tr. 451, E.Supp. 917;τοὺς νέους Pl.Ap. 24e
, etc.;κάκιστον ἡ εὐπετείη παιδεῦσαι τὴν νεότητα Democr. 178
; οἱ πεπαιδευμένοι educated, cultured persons, opp. ἀυαθεῖς, Id.185;τὴν Ἑλλάδα πεπαίδευκεν.. ὁ ποιητής Pl.R. 606e
; also, of animals, train, X.Eq.10.6 ([voice] Pass.), v. infr.:—Constr.: π. τινά τινι educate in or by..,παιδείᾳ πεπαιδευμένους Pl.Lg. 741a
;μουσικῇ καὶ γυμναστικῇ π. τινάς Id.R. 430a
; ἔθεσι τοὺς φύλακας ib. 522a;π. τινὰ ἐν τοῖς ἔργοις Lys.2.3
, etc.; ἐν ἤθεσι, ἐν ἀρετῇ, Isoc.4.82, 12.138;ἐν μουσικῇ καὶ γυμναστικῇ Pl.Cri. 50e
; π. τινὰ εἰς ἀρετήν, εἰς τέχνην τινά, Id.Grg. 519e, X.Mem. 2.1.17 ([voice] Pass.); πεπαιδευμένον πρὸς ἀρετήν, πρὸς τὸ μετρίων δεῖσθαι, Pl. R. 492e, X.Mem.1.2.1 ([voice] Pass.);πρὸς τὴν πολιτείαν βλέποντας Arist. Pol. 1260b15
;ἐπ' ἀρετήν X.Cyn.13.3
([voice] Pass.);περὶ βύρσας Id.Ap.29
, etc.: c. dupl. acc., π. τινά τι teach one a thing, Antipho 3.2.3, Pl.R. 414d;ἀείμνηστον παιδείαν αὐτοὺς ἐπαίδευσε Aeschin.3.148
: c. acc. rei only, teach a thing, Arist.Pol. 1337b23: c. acc. et inf.,π. τινὰ κιθαρίζειν Hdt.1.155
: with predicative Adj. or Subst.,π. τινὰ κακόν S.OC 919
;γυναῖκας σώφρονας π. E.Andr. 601
:—in [voice] Pass., c. acc. rei, to be taught a thing,παιδεύεσθαι τέχνην Pl.Lg. 695a
, al.;ἀκούσματα Men.Kith.Fr.5
: c. acc. cogn. (attracted),ἀπὸ παιδεύσιος τῆς ἐπεπαίδευτο Hdt.4.78
: c. inf.,π. ἄρχειν X.Mem.2.1.3
;ὄρνιθες ἐπεπαίδευντό σοι.. ὥστε ὑπηρετεῖν Id.Cyr.1.6.39
(in later Gr., of things, ἡ ὕλη παιδεύεται φέρεσθαι .. Pall.in Hp.2.106 D.); ἐν τοῖς ἀναγκαιοτάτοις π. to be educated only in what is indispensable, Th.1.84: esp. in [tense] pf. part. [voice] Pass. πεπαιδευμένος, educated, trained, expert, X.Cyr.5.2.17; opp. ἀπαίδευτος, Pl.Lg. 654d; ἱκανῶς π. ib.b; φαυλοτέρως π. δικασταί ib. 876d; opp. δημιουργός, Id.Amat. 135d;ἰατρὸς ὅ τε δημιουργὸς καὶ ὁ ἀρχιτεκτονικός, καὶ τρίτος ὁ π. περὶ τὴν τέχνην Arist.Pol. 1282a4
; π. also, well-bred, Id.EN 1128a21:—[voice] Med., to have any one taught, cause him to be educated, E.Fr. 1068; οὓς ἡγεμόνας πόλεως ἐπαιδεύσασθε educated as leaders, Pl.R. 546b: c. acc. cogn.,πολλὰ ἃ ἐκεῖνος αὐτὸν ἐπαιδεύσατο Id.Men. 93d
:—also in [voice] Act. in this sense, ἐν Ἀρίφρονος ἐπαίδευε had him educated in the house of Ariphron, Id.Prt.320a, cf. Cri.50e: c. acc. cogn., Id.Men.93e; of animals, cause to be trained, Nausicr.2.8 (whereas [voice] Med. is sts. used like [voice] Act., τροφαὶ αἱ παιδευόμεναι educating nurture, i.e. education, E.IA 561(lyr.)).2 abs., give instruction, teach, Isoc.15.226.III correct, discipline,τοὐμὸν ἦθος π. νοεῖς S. Aj. 595
;διαίτῃ τὴν ψυχὴν ἐπαίδευσε καὶ τὸ σῶμα X.Mem.1.3.5
; ὕβρις πεπαιδευμένη chastened (i.e. well-bred) insolence, Aristotle's definition of εὐτραπελία, Rh.1389b11.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παιδεύω
См. также в других словарях:
γυμναστική — Το σύνολο των ασκήσεων που αποβλέπουν στην ανάπτυξη του σώματος και στην καλλιέργεια των ικανοτήτων του. Η γ. θεωρείται επιστήμη, όταν εξυπηρετεί θεραπευτικούς και διδακτικούς σκοπούς. Η γ. αν και αποτελεί τμήμα της φυσικής αγωγής, διαφέρει από… … Dictionary of Greek
τέχνη — Σε γενική έννοια, τ. ονομάζεται κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα που, χρησιμοποιώντας διάφορες γνώσεις, τις εφαρμόζει για την πραγματοποίηση ενός ορισμένου σκοπού. Η εκδοχή αυτή περικλείει με τη σειρά της 3 ξεχωριστές έννοιες του όρου: την αισθητική… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… … Dictionary of Greek
ρυθμικός — ή, ό / ῥυθμικός, ή, όν, ΝΜΑ [ῥυθμός] 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει στον ρυθμό 2. αυτός που διατάσσεται, διατυπώνεται ή εκτελείται με ρυθμικότητα, κανονικότητα ή συμμετρία, έρρυθμος (α. «ρυθμική κίνηση» β. «ρυθμική μελωδία» «ῥυθμική… … Dictionary of Greek
Πλάτων — I Έλληνας φιλόσοφος (Αθήνα ή Αίγινα 428/427 π.Χ. – Αθήνα 348/347). Κατά την παράδοση, το αληθινό του όνομα ήταν Αριστοκλής, όπως και του παππού του, και μόνο πολύ αργότερα ονομάστηκε Πλάτων, εξαιτίας του πλάτους των ώμων του. Η ζωή του. Γόνος… … Dictionary of Greek
πλάτων — I Έλληνας φιλόσοφος (Αθήνα ή Αίγινα 428/427 π.Χ. – Αθήνα 348/347). Κατά την παράδοση, το αληθινό του όνομα ήταν Αριστοκλής, όπως και του παππού του, και μόνο πολύ αργότερα ονομάστηκε Πλάτων, εξαιτίας του πλάτους των ώμων του. Η ζωή του. Γόνος… … Dictionary of Greek
εγκυκλοπαιδεία — Έργο που περιέχει σε αλφαβητική σειρά, συνήθως σε περισσότερους από έναν τόμους, συνοπτική έκθεση του συνόλου των ανθρώπινων γνώσεων ή και των γνώσεων που ανάγονται σε ορισμένη επιστήμη. Οι ε., αντίθετα από τα λεξικά, δεν περιορίζονται στη… … Dictionary of Greek
Liste griechischer Phrasen/Omega — Omega Inhaltsverzeichnis 1 Ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι … Deutsch Wikipedia
Wanderer, kommst du nach Sparta — Omega Inhaltsverzeichnis 1 Ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι. 2 Ὦ γάμοι, γάμοι … Deutsch Wikipedia